- ἐπιγειόκαυλος
- ἐπι-γειό-καυλος, mit einem auf der Erde hinkriechenden Stengel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιγειόκαυλος — ἐπιγειόκαυλος, ον (Α) (για φυτό) αυτός τού οποίου ο βλαστός γέρνει στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. επί γειος + καυλός «κορμός»] … Dictionary of Greek
ἐπιγειόκαυλος — with procumbent stem masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγειόκαυλα — ἐπιγειόκαυλος with procumbent stem neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek